επιβαρυντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιβαρύνει, που προξενεί επιβάρυνση. 2. μτφ., που προκαλεί επιδείνωση, χειροτέρευση της κατάστασης ατόμου: Κατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. 3. (για αρρώστια), που φανερώνει επιβάρυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek
φορτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που επιβαρύνει. 2. μτφ., επιβαρυντικός, ενοχλητικός, βαρετός: Μου έγινε φορτικός· τον φιλοξενώ ένα μήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)